- Κουροτρόπος
- Κουροτρόπος, ὁ (Α)επιγρ. ονομασία ενός μήνα στην Ακαρνανία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek